Η ομαδική ανάλυση στηρίζεται καταρχήν στις βασικές ψυχαναλυτικές αρχές του Freud αλλά και σε συνεισφορές των συνεχιστών του. Λειτουργεί με γνώμονα την παραδοχή ότι η μεταφορά στοιχείων από το ασυνείδητο στο συνειδητό και η μετατροπή των φαντασιώσεων σε λόγο μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά. Ο Foulkes αναφερόμενος στο ψυχικό σύμπτωμα σημειώνει: “Τα συμπτώματα αυτιστικά και ακατάλληλα για να τα μοιραστεί το άτομο με τους άλλους, ασκούν για αυτόν ακριβώς το λόγο μια αυξανόμενη πίεση στο άτομο στο να τα εκφράσει. Όσο δεν βρίσκεται καλύτερος τρόπος να επικοινωνηθεί το σύμπτωμα, το άτομο δεν μπορεί να βρει ανακούφιση.”
Στηρίζεται επιπλέον στην αντίληψη ότι ο ψυχισμός του ατόμου λειτουργεί με γνώμονα την αποφυγή της δυσαρέσκειας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, τίθενται σε λειτουργία οι αμυντικοί μηχανισμοί, με γνωστότερο όλων την απώθηση. Ενώ οι άμυνες λειτουργούν προστατευτικά για τον ψυχικό κόσμο του ατόμου, σε βάθος χρόνου μπορούν να μετατραπούν σε άκαμπτες δυσλειτουργικές δομές που ανακόπτουν την εξέλιξη του.
Η ομαδική ανάλυση παρατηρεί και αξιοποιεί τη λειτουργία της μεταβίβασης, της διαδικασίας δηλαδή σύμφωνα με την οποία το άτομο στη σχέση του με το συντονιστή αλλά και στη σχέση του με τα άλλα μέλη της ομάδας, αργά ή γρήγορα, θα αναπαράγει τον τρόπο που έχει σχετιστεί και συνεχίζει να σχετίζεται με τους σημαντικούς άλλους. Η ανάλυση των λεπτομερειών αυτού του φαινομένου, (της τάσης για επανάληψη του τρόπου σχετίζεσθαι), μπορεί να φανερώσει τα χαρακτηριστικά των αντικειμένων που έχει εσωτερικεύσει το άτομο και που επιδρούν καθοριστικά στις τρέχουσες διαπροσωπικές του σχέσεις. Έτσι σχηματικά, αν το άτομο ως παιδί βίωσε τη μητέρα ως «απορριπτική» και μεγάλωσε νιώθοντας ότι προσπαθεί χωρίς επιτυχία να την ικανοποιήσει, θα αναπαράγει την ίδια ποιότητα σχέσης –τουλάχιστον σε κάποια σημεία- και με άλλα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Η δημιουργία και ανάπτυξη νέων σχέσεων, θα του προσφέρει την ευκαιρία να εξετάσει αυτόν τον οικείο τρόπο επαφής και επικοινωνίας αλλά και να βιώσει συναισθηματικά και να αντιληφθεί γνωστικά την ύπαρξη εναλλακτικών δυνατοτήτων πέρα από την επανάληψη του τραυματικού τρόπου.
Ο όρος ανάλυση υποδηλώνει τέλος τη θεμελιώδη στάση της μη παρεμβατικότητας από μέρους του συντονιστή, αυτής της στάσης αποχής και μη εμπλοκής με το αντικείμενο της ανάλυσης. Αυτή η στάση δεν εξισώνεται με την αδιαφορία και την ψυχρότητα. Συνιστά όμως μια θέση που αφορά στην τήρηση της απαραίτητης απόστασης ώστε το άτομο να χρησιμοποιήσει τον συντονιστή και όχι ο συντονιστής να χειραγωγήσει το άτομο.